- τσιμούχα
- η1. άκρη υφάσματος, ούγια.2. μακριά λουρίδα από άκρη υφάσματος, μπορντούρα.3. κατασκεύασμα από λεπτό φελλό, από χαρτόνι κτλ., που μπαίνει ανάμεσα σε μεταλλικές επιφάνειες μηχανής για να μην τρίβονται αυτές ή να μη διαρρέουν λάδια.4. το φυτό «ευσπόγγιο το αδριατικό».5. μτφ., γυναίκα αδύνατη και άσχημη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.